φάραγγες

φάραγγες
φάραγξ
cleft
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • ορχμαί — ὀρχμαί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. μή] …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • ράχτα — τα, Ν βράχια σε ακτή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ῥακτοί «φάραγγες» (πρβλ. ρακτός)] …   Dictionary of Greek

  • ρακτός — ή, όν, Α 1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί (κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. αορ. ἐ ρράγ ην) + κατάλ. τός τών ρηματ. επιθ.] …   Dictionary of Greek

  • υποβιβρώσκω — Α κατατρώγω από κάτω («φάραγγες ὑποβεβρωμέναι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βιβρώσκω «τρώω»] …   Dictionary of Greek

  • όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • srakʷ-to-, -ti- —     srakʷ to , ti     English meaning: sharp edged     Deutsche Übersetzung: ‘scharfkantig, scharfe Kante, Ecke, Felszacke”?     Material: O.Ind. sraktí f. “prong, spike, point, edge”, Av. sraxti , ϑraxti “point, edge, Seite”; Gk. ῥακτοί φάραγγες …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”